κεφαλαργια

κεφαλαργια
    κεφαλαργία
    κεφᾰλαργία
    ἥ Luc. = κεφαλαλγία См. κεφαλαλγια

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κεφαλαργια" в других словарях:

  • κεφαλαργία — κεφαλαργίᾱ , κεφαλαργία give fem nom/voc/acc dual κεφαλαργίᾱ , κεφαλαργία give fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαργία — κεφαλαργία, ἡ (ΑΜ) [κεφαλαργώ] (μτγν. τ. αντί κεφαλαλγία) πόνος τής κεφαλής, κεφαλαλγία …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαργίας — κεφαλαργίᾱς , κεφαλαργία give fem acc pl κεφαλαργίᾱς , κεφαλαργία give fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαργίαν — κεφαλαργίᾱν , κεφαλαργία give fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) ανήκει ή αναφέρεται στο κεφάλι (κεφαλαλγής, κεφαλόδεσμος) β) μοιάζει με κεφάλι ή έχει το σχήμα κεφαλιού (κεφαλοτύρι) γ) είναι το ανώτατο σημείο, η κορυφή, ο αρχηγός… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»